- κρυμῷ
- κρῡμῷ , κρυμόςicy coldmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρυμώ — κρυμῶ, όω (Α) [κρυμός] ψύχω, παγώνω κάτι … Dictionary of Greek
κρυμός — κρυμός, ὁ (Α) 1. υπερβολικό κρύο, παγωνιά, παγετός («καταλαβεῑν γὰρ αὐτὸν χειμῶνά τε καὶ κρυμόν», Ηρόδ.) 2. ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο («κρυμὸν φέρων γνάθοισιν ἐξ ἀμφημέρου», Σοφ.) 3. φρ. «κρυμὸς χολῶς» ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ.… … Dictionary of Greek